- μυρίκινος
- μῠρίκ-ῐνος [ρῑ], η, ον, o)/zosA tamarisk bough, Il.6.39; κόμη, ξύλον, PPetr.3pp.125,143 (iii B. C.);
ξύλα PCair.Zen.176.44
(iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξύλα PCair.Zen.176.44
(iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυρίκινος — μυρίκινος, η, ον (ΑΜ) [μυρίκη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυρίκη ή προέρχεται από τη μυρίκη («μυρίκινος ὄζος» ο κλάδος τής μυρίκης) … Dictionary of Greek
μυρικίνεος — μυρικίνεος, ον (Α) (ποιητ. τ.) ο μυρίκινος·. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρίκη «είδος θάμνου» + κατάλ. ίνεος (πρβλ. κεδρ ίνεος)] … Dictionary of Greek
μυρικίνου — μυρῑκίνου , μυρίκινος tamarisk masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρικίνους — μυρῑκίνους , μυρίκινος tamarisk masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρικίνων — μυρῑκίνων , μυρίκινος tamarisk masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρικίνῳ — μυρῑκίνῳ , μυρίκινος tamarisk masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρίκινον — μυρί̱κινον , μυρίκινος tamarisk masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)